-
1 υπηκοότητα
[ипикоотита] ουσ. Θ. подданство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπηκοότητα
-
2 гражданство
гражданство с η υπηκοότητα принять \гражданство παίρνω (или αποκτώ) υπηκοότητα предоставить права \гражданствоа χορηγώ (или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας* * *сη υπηκοότηταприня́ть гражда́нство — παίρνω ( или αποκτώ) υπηκοότητα
предоста́вить права́ гражда́нствоа — χορηγώ ( или δίνω) δικαιώματα υπηκοότητας
-
3 гражданство
-а ουδ.1. υπηκοότητα•советское гражданство σοβιετική υπηκοότητα•
принять гражданство πολιτογραφούμαι, παίρνω υπηκοότητα.
2. παλ. οι πολίτες.εκφρ.дать права (право) -ва – παραδέχομαι, αναγνωρίζω•получить (приобрести – κ.τ.τ.) права (право) -а αναγνωρίζομαι, γίνομαι παραδεκτός απ’ όλους. -
4 подданство
-а ουδ.υπηκοότητα•принять παίρνω την υπηκοότητα•
переменить подданство αλλάζω την υπηκοότητα.
-
5 подданство
-
6 гражданство
гражданствос ἡ ὑπηκοότητα [-ης]:принимать \гражданство παίρνω τήν ὑπηκοότητα, πολιτογραφούμαι· лишать \гражданствоа ἀφαιρῶ τήν ιθαγένεια. -
7 гражданство
η υπηκοότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гражданство
-
8 подданство
η υπηκοότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подданство
-
9 подданство
по́ддан||ствос ἡ ὑπηκοότητα [-ης]:принимать \подданствоство πολιτογραφούμαι. -
10 гражданство
[γκραζντάνστβα] οοσ. ο. υπηκοότητα -
11 гражданство
[γκραζντάνστβα] ουσ ο υπηκοότητα -
12 оптировать
См. также в других словарях:
υπηκοότητα — η, Ν (νομ.) ο νομικός δεσμός που συνδέει ορισμένο πρόσωπο με ορισμένο κράτος, έτσι ώστε το πρόσωπο να θεωρείται τού συνόλου λαός, που υποστασιοποιεί το κράτος, και πολίτης τής οικείας πολιτείας («έχει ελληνική υπηκοότητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπήκοος … Dictionary of Greek
υπηκοότητα — η η ιδιότητα του υπηκόου, το να είναι κανείς υπήκοος: Αλλαγή υπηκοότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εθνικότητα — Η ιδιότητα εκείνου που ανήκει σε κάποιο έθνος ή κατάγεται από κάποιο έθνος· εθνική ομάδα που ζει σε ξένη επικράτεια. Πολλοί ταυτίζουν τον όρο ε. με την ιθαγένεια (βλ. λ.) και την υπηκοότητα. Πραγματικά, στα περισσότερα σημεία τους και οι τρεις… … Dictionary of Greek
Γκουάμ — Έκταση 549 τ. χλμ. Πληθυσμός: 157.557 κατ. (2001) Πρωτεύουσα: Αγκάνια (Hagatna)Νησί του βορειοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, που τελεί υπό καθεστώς κτήσης των ΗΠΑ. Έχει συνολική έκταση 549 τ. χλμ. και πληθυσμό 157.557 κατ. (2001) με πυκνότητα 287 κάτ … Dictionary of Greek
Μονακό — Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει με τη Γαλλία σε μήκος 4,4 χλμ. και βρέχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα σε μήκος 4,1 χλμ. Tο πρώτο σύνταγμα που θεσπίστηκε το 1911 και τροποποιήθηκε τον Nοέμβριο του 1917, ίσχυσε έως τις 29 Iανουαρίου του 1959,… … Dictionary of Greek
Macedonians (ethnic group) — This article is about the modern ethnic group. For the ancient people, see ancient Macedonians. For other uses, see Macedonian (disambiguation). Macedonians Македонци Makedonci … Wikipedia
Bulgaria–Greece relations — Relations between Greece (the Hellenic Republic) and Bulgaria (the Republic of Bulgaria) have been very cordial since the 1950s, preceded in the earlier 20th century by periods of intense mutual hostility. Since Bulgaria s independence in 1908,… … Wikipedia
Македонцы — Македонци … Википедия
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek